- στοίχων
- στοί̱χων , στοῖχοςrow in an ascending seriesmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοιχῶν — στοιχέω to be drawn up in a line pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοστάτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτης νεοελλ. μσν. ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη… … Dictionary of Greek
στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες … Dictionary of Greek
στοιχούντως — Α επίρρ. κατ αναλογίαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. στοίχων τού στοιχῶ] … Dictionary of Greek